- βαρύγουνος
- βαρύγουνος και βαρυγούνατος, -ον (Α)αυτός που νιώθει βαριά τα γόνατά του, που βαριέται ή δεν μπορεί να κινηθεί.[ΕΤΥΜΟΛ. < βαρύς + γόνυ (γεν. γόνατος και γούνατος και γουνός)].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
βαρύγουνος — heavy kneed masc/fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
βαρύγουνον — βαρύγουνος heavy kneed masc/fem acc sg βαρύγουνος heavy kneed neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
βαρυγούνατος — βαρύγουνος heavy kneed masc/fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
βαρυ- — α συνθετικό λέξεων, κατά κύριο λόγο επιθέτων, της αρχαίας, μεσαιωνικής και νέας Ελληνικής, με μεγάλη παραγωγικότητα. Τα σύνθετα με το βαρυ εμφανίζονται με τις ακόλουθες σημασίες: Την κυριολεκτική σημασία του επιθέτου βαρύς («αυτός που έχει βάρος … Dictionary of Greek